Βέλερ, Φρίντριχ

Βέλερ, Φρίντριχ
(Friedrich Wohler, Έρσερσχαϊμ 1800 – Γκέτινγκεν 1882). Γερμανός χημικός. Σπούδασε αρχικά ιατρική, αλλά αφοσιώθηκε στη χημεία και έφτασε σε τόσο σημαντικά αποτελέσματα ερευνών ώστε θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους χημικούς της εποχής του. Σπούδασε έναν χρόνο στη Στοκχόλμη στο εργαστήριο του μεγάλου Μπερτσέλιους. Έγινε καθηγητής της χημείας στο Πολυτεχνείο του Βερολίνου, αργότερα του Κάσελ και το 1836 μετατέθηκε στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν όπου παρέμεινε έως τον θάνατό του. Η σύνθεση της ουρίας από το κυανικό αμμώνιο, που πραγματοποιήθηκε από τον Β. το 1828, σημειώνει μνημειώδη σταθμό στην ιστορία της οργανικής χημείας, γιατί επιβεβαίωσε τη δυνατότητα να παρασκευαστούν στο εργαστήριο χημικές συνθέσεις που παράγονται από ζώντες οργανισμούς. Σε συνεργασία με τον Λίμπιχ προσδιόρισε τον τύπο της αλδεΰδης και του βενζοϊκού οξέος, μελέτησε το κυανογόνο, τα παράγωγά του και το ουρικό οξύ, παρασκεύασε το γραφιτοειδές πυρίτιο, το βόριο σε κρυσταλλική μορφή, το μεταλλικό αλουμίνιο με διάσπαση του χλωριούχου με κάλιο. Ανακάλυψε την κινόνη, την υδροκινόνη, την κινιδρόνη και το ανθρακασβέστιο, αποδεικνύοντας τη δυνατότητα της εφαρμογής του για την παρασκευή του ακετυλένιου. Από το οξείδιο του βηρυλλίου, που ανακάλυψε ο Βοκλέν, κατόρθωσε να απομονώσει το στοιχείο. Ο Β. ίδρυσε σχολή χημείας από την οποία αποφοίτησαν διάσημοι ερευνητές όπως o Φιτχ, o Κνοπ και ο Κόλμπε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο …   Dictionary of Greek

  • ενδομοριακή αναδιάταξη — Τύπος χημικής αντίδρασης κατά την οποία τα άτομα μιας χημικής ένωσης ανασυνδυάζονται, συνήθως με την παρουσία καταλύτη, και σχηματίζεται τελικά μια νέα ένωση, που έχει το ίδιο μοριακό βάρος με την προηγούμενη αλλά διαφορετικές ιδιότητες. Μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”